κεράννυμι

κεράννυμι
κεράννυμι (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, -άω)
1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ.
β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ' ἧς ἔπινον συνήθως», Πλούτ.
γ. «κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρόν», Ομ. Οδ.)
2. (γενικά) ανακατώνω, αναμιγνύω (α. «κεραννύντας ἡδονὴν αὖ φθόνῳ», Πλάτ.
β. «πρὶν ἄv τις τοῑς ὀνόμασι τὰ ῥήματα κεράςῃ», Πλάτ.
γ. «ἀργυρίῳ μὲν πολλαὶ τῶν πόλεων καὶ φανερῶς πρὸς χαλκὸν καὶ μόλυβδον κεκραμένω χρώμεναι», Δημοσθ.
δ. «καθ' ἁρμονίας ῥυθμοῑς κραθείσας καὶ ὀρχήσεσι», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
κερνώ κάποιον με κρασί («ἐν τῷ ποτηρίῳ ᾧ ἐκέρασε, κεράσατε αὐτή διπλοῡν», ΚΔ)
αρχ.
1. ρυθμίζω, κανονίζω («ἐν μὲν οὖν ταῑς εὖ κεκραμέναις πολιτείαις», Αριστοτ.)
2. συναρμολογώ, συνάπτω («φωνή μέν μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὶ Δωρίδος ἐκράθη», Θουκ.)
3. πολλαπλασιάζω επί («ὅταν ὁ τῆς δεκάδος λόγος τῷ τῆς ἑβδομάδος κερασθῇ»)
4. παθ. κεράννυμαι
α) (για χώρα ή εποχή τού έτους) έχω εύκρατο κλίμα, έχω κανονική θερμοκρασία («ἡ Ἑλλάς τὰς ὥρας πολλόν τι κάλλιστα κεκρημένας ἔλαχε», Ηρόδ.)
β) γραμμ. ενώνομαι με κράση («τὸ ῥῆμα καὶ ὁ σύνδεσμος συναλοιφῇ κερασθέντα», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. κρᾱ, από δισύλλαβη ρίζα *κερά- με μηδενισμένο το φωνήεν τής α' συλλ. (εξ ου και η μακρότητα τού -: κράσις, κράμα), εμφανίζεται σε ρηματ. τ. (πρβλ. -κρά-θην, κέ-κρα-μαι) και σε παράγωγα ονόματα (πρβλ. κρα-τήρ), συνδέεται δε με το αρχ. ινδ. a-sīr-ta «ανακατωμένος». Από το δισύλλαβο θ. κερă- που εμφανίζεται στον αόρ. -κέρᾰ-σα, καθώς και σε παράγωγα, ονόματα (πρβλ. κέρα-σ-μα, κερα-σ-τής) προήλθαν οι ενεστώτες κεράννυμι, κεράω / -ώ, κεραίω και δευτερευόντως, με θεματ. μεταπλασμό από τον πρώτο, ο κεραννύω. Τέλος, στον ενεστ. κίρνημι το -ι- μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν αναλογίας κατά τους αναδιπλασιασμένους ενεστώτες τί-θη-μι, γί-γνο-μαι, είτε ως συνοδίτης φθόγγος που αναπτύχθηκε στο παρεκτεταμένο με έρρινο ένθημα θ. κιρ-ν- (< *kor-n-eә2). Αντίστοιχο τ. srī-ņāti εμφανίζει και η Αρχαία Ινδική. Αβέβαιη είναι η σύνδεση με το αβεστ. sar- «ενώνω».
ΠΑΡ. κέρασμα, -κερασμός, κεραστής, -κέραστος, κράμα, κράσις(-n), κρατήρ (-ας), -κρατος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ανακεράννυμι, εγκεράννυμι, εκκεράννυμι, επικεράννυμι, κατακεράννυμι, μετακεράννυμι, παρεγκεράννυμι, περικεράννυμι, συγκατακεράννυμι, σνγκεράννυμι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεράννυμι — κεράννῡμι , κεράννυμι mix pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραννύῃ — κεράννυμι mix pres subj mp 2nd sg κεράννυμι mix pres subj act 3rd sg κεράννυμι mix pres subj mp 2nd sg κεράννυμι mix pres ind mp 2nd sg κεράννυμι mix pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκερασμένα — κεράννυμι mix perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκερασμένᾱ , κεράννυμι mix perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκερασμένᾱ , κεράννυμι mix perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκραμένα — κεράννυμι mix perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκραμένᾱ , κεράννυμι mix perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκραμένᾱ , κεράννυμι mix perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραννύω — κεράννυμι mix pres subj act 1st sg κεράννυμι mix pres subj act 1st sg κεράννυμι mix pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράσει — κεράννυμι mix aor subj act 3rd sg (epic) κεράννυμι mix fut ind mid 2nd sg κεράννυμι mix fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράσουσι — κεράννυμι mix aor subj act 3rd pl (epic) κεράννυμι mix fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κεράννυμι mix fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράσω — κεράννυμι mix aor subj act 1st sg κεράννυμι mix aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) κεράννυμι mix fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράσῃ — κεράννυμι mix aor subj mid 2nd sg κεράννυμι mix aor subj act 3rd sg κεράννυμι mix fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκερασμέναι — κεράννυμι mix perf part mp fem nom/voc pl κεκερασμένᾱͅ , κεράννυμι mix perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”